σπλην

σπλην
    σπλήν
    σπληνός ὅ селезенка Her., Arst.
    

τὸν σπλῆνα ἐκβαλεῖν погов. Arph. — умереть в мучениях


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σπλην" в других словарях:

  • σπλήν — milt masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλῆν' — σπλῆνα , σπλήν milt masc acc sg σπλῆνε , σπλήν milt masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλήν — ηνός, ὁ, ΜΑ βλ. σπλήνα …   Dictionary of Greek

  • σπληνί — σπλήν milt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνῶν — σπλήν milt masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπληνός — σπλήν milt masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλησί — σπλήν milt masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλησίν — σπλήν milt masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλῆνα — σπλήν milt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλῆνας — σπλήν milt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπλῆνες — σπλήν milt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»